“Ομιλία του Καθηγητή και Γενικού Γραμματέα της ΕΦΧΕ Ανδρέα Γεωργούδη με θέμα:
“Η Επιβίωση της Ελληνικής Γαλακτοπαραγωγού Αγελαδοτροφίας Είναι Υπόθεση Όλων Μας”

Η βιώσιμη διατήρηση και ανάπτυξη της Ελληνικής γαλακτοπαραγωγού αγελαδοτροφίας δεν αφορά μόνον τους παραγωγούς αλλά όλους τους κοινωνικούς εταίρους δηλαδή τις βιομηχανίες γάλακτος, τις αλυσίδες λιανικής και τους καταναλωτές. Ο πολιτικός και ο επιστημονικός-τεχνικός κόσμος της χώρας θα πρέπει εξασφαλίσουν το θεσμικό πλαίσιο και θα δώσουν τις γνώσεις και τα εργαλεία για την πραγματοποίηση αυτού του σκοπού. Η αποτυχία μας δεν αφορά μόνον τον κλάδο αλλά το σύνολο της κτηνοτροφικής παραγωγής καθώς θα ανοίξει το δρόμο για εισαγωγές και θα δημιουργήσουν προβλήματα στην παραγωγή παραδοσιακών ελληνικών γαλακτοκομικών προϊόντων (γιαούρτι και σκληρά τυριά). Η κατάσταση θα είναι ακόμη πιο δύσκολη αν σκεφθούμε πως οι γείτονές μας που είναι ήδη ή πρόκειται να γίνουν μέλη της ΕΕ παράγουν ομοειδή προϊόντα και έχουν ήδη προσβάσεις στις διεθνείς αγορές.

Το εισόδημα των παραγωγών από την αξιοποίηση του κεφαλαίου και της εργασίας που επενδύουν στην επιχείρησή τους και η ταυτόχρονη ικανοπoίηση των απαιτήσεων των καταναλωτών για ασφαλή προϊόντα με λογική σχέση ποιότητας και τιμής , είναι σε τελική ανάλυση οι παράγοντες που θα καθορίσουν τη βιωσιμότητα του κλάδου της γαλακτοπαραγωγού αγελαδοτροφίας. Επειδή όμως η ζήτηση σε νωπό γάλα και άλλα γαλακτοκομικά προϊόντα αν δεν αυξηθεί τα επόμενα χρόνια, όπως αναμένεται, δεν πρόκειται τουλάχιστον να μειωθεί, με την εξασφάλιση ή όχι της βιωσιμότητας του κλάδου θα καθοριστεί και αν η πρώτη ύλη για το παστεριωμένο γάλα αγελάδας και τα συναφή γαλακτοκομικά προϊόντα (σκληρά τυριά και γιαούρτι) θα προέρχεται από την Ελλάδα ή άλλες χώρες.

Εδώ όμως τίθεται και το ερώτημα κατά πόσον θα πρέπει να μας ενδιαφέρει η προέλευση της πρώτης ύλης αν λάβουμε υπόψη πως διαπιστώνονται απόψεις ότι η παγκοσμιοποίηση και ο ελεύθερος ανταγωνισμός θα πρέπει να καθορίζουν την πορεία των αγορών.

Σε κάθε περίπτωση ο κλάδος θα πρέπει να αποδείξει τη θέληση και την ικανότητά του για επιβίωση, καλά θα ήταν όμως να λάβουμε υπόψη τα συγκριτικά μας πλεονεκτήματα, τις ιδιαιτερότητες της Ελληνικής αγοράς αγελαδινού γάλακτος και τα διδάγματα από αυτά που συνέβησαν σε παρεμφερείς κλάδους της κτηνοτροφικής μας παραγωγής.

Τα συγκριτικά μας πλεονεκτήματά μας είναι, η προτίμηση των Ελλήνων στα εγχώρια αγροτικά προϊόντα, η γεωγραφική απόσταση από τις κυριότερες προηγμένες κτηνοτροφικά χώρες της ΕΕ και το τεχνικο-οικονομικό προβάδισμα ως προς τις γειτονικές χώρες που τώρα εισέρχονται στην ΕΕ.

Η προτίμηση των Ελλήνων στα εγχώρια αγροτικά προϊόντα που αξιοποιείται με την κατοχύρωση της αναγνωρισιμότητας της προέλευσης της πρώτης ύλης έχει πολύ σημαντικά θετικά οικονομικά αποτελέσματα. Από το σύνολο της εγχώριας παραγωγής γάλακτος αγελάδας, 500 έως 550 χιλιάδες τόνοι διατίθενται για την παραγωγή παστεριωμένου γάλακτος και 250.000 τόνοι περίπου περισσεύουν για να χρησιμοποιηθούν για την παραγωγή γιαουρτιού και σκληρών τυριών. Αν και η συνολική ποσότητα γάλακτος αγελάδας που χρησιμοποιείται στη χώρα μας είναι πολύ μεγαλύτερη και πλησιάζει τους 1.250.000 τόνους περίπου, η αναφορά στην προέλευση της πρώτης ύλης, σε συνδυασμό με τη τήρηση των άρθρων 82 και 83 του Κώδικα Τροφίμων και Ποτών από τις γαλακτοβιομηχανίες, δίνει τη δυνατότητα απορρόφησης κατά προτεραιότητα του συνόλου της εγχώριας παραγωγής σε τιμές ικανοποιητικές για τους παραγωγούς, ανταγωνιστικές με τις τιμές του εξωτερικού και προσιτές για τους καταναλωτές.

Η γεωγραφική απόσταση μας δίνει το πλεονέκτημα του αυξημένου κόστους μεταφοράς της πρώτης ύλης για τους εισαγωγείς, ιδίως όταν μεταφέρεται ως νωπό προϊόν χωρίς καμία επεξεργασία (αφυδατωμένο – σκόνη γάλα κλπ.). Εντούτοις το κόστος μεταφοράς είναι απαγορευτικό με την προϋπόθεση ότι η διάρκεια ζωής του παστεριωμένου γάλακτος περιορίζεται στις 5 έως 7 το πολύ ημέρες. Η παράταση της διάρκειας ζωής του παστεριωμένου γάλακτος ενώ θα καταστήσει ευάλωτη την Ελληνική αγορά για τους λόγους που αναφέραμε δεν πρόκειται να οδηγήσει σε φθηνότερα προϊόντα αντίστοιχης ποιότητας επειδή το κόστος μεταφοράς θα έχει ήδη ενσωματωθεί στο προϊόν. Απλά θα δώσει χρόνο στο εισαγόμενο προϊόν να διατεθεί. Σε κάθε περίπτωση η ζημία για την εγχώρια αγελαδοτροφία θα είναι άμεση αν μάλιστα λάβουμε υπόψη τις μικρές σχετικά ποσότητες γάλακτος που παράγουμε στη χώρα μας και το ενδεχόμενο εισαγωγών σε τιμές κόστους ή και ακόμη κάτω του κόστους από χώρες που διαθέτουν σημαντικά πλεονάσματα. Αν τελικά αυτό συμφέρει στις Ελληνικές γαλακτοβιομηχανίες είναι αμφίβολο καθώς κινδυνεύουν, κάτω από αυτές τις συνθήκες, να μετατραπούν βραχυπρόθεσμα σε απλούς παστεριωτές εισαγόμενου γάλακτος και μακροπρόθεσμα να βιώσουν την ολοκληρωτική εισαγωγή έτοιμων προϊόντων από τρίτες χώρες.

Η εγχώρια παραγωγή γάλακτος αγελάδος προσεγγίζει τη διαθέσιμη ποσόστωση δηλαδή τους 820 χιλιάδες τόνους ετησίως. Η ποσότητα αυτή είναι συγκριτικά πολύ μικρή σε σχέση με την παραγωγή γάλακτος στην ΕΕ συνολικά και κατά χώρα. Ως αποτέλεσμα, η εγχώρια παραγωγή δεν είναι δυνατόν να αντισταθεί επί πολύ χρονικό διάστημα σε εισαγωγές χαμηλού κόστους. Ανάλογες καταστάσεις συμβαίνουν στην αγορά βόειου κρέατος με συνέπεια ο βαθμός αυτάρκειας της χώρας να έχει φθάσει σε ποσοστό 10% περίπου με προφανείς δυσμενείς συνέπειες για την ανάπτυξη της Ελληνικής υπαίθρου και την εθνική οικονομία γενικότερα.

Τα συγκριτικά πλεονεκτήματα που αναφέραμε δεν πρόκειται να μας καλύπτουν για πάντα επειδή μέσα από τις εξελίξεις στην αγορά μπορούν ενδεχόμενα να ξεπεραστούν. Μας δίνουν απλά χρόνο ώστε να κάνουμε τους κατάλληλους χειρισμούς με τελικό σκοπό αυτόν που αναφέραμε ήδη, την εξασφάλιση ικανοποιητικού εισοδήματος στον Έλληνα αγελαδοτρόφο και αποδοχή από τους καταναλωτές της σχέση ποιότητας-τιμής για τα προϊόντα που θα κληθούν να καταναλώσουν. Το ΥΑΑΤ κατανοώντας τα προβλήματα αντιστέκεται στην παράταση της διάρκειας ζωής του παστεριωμένου γάλακτος και έχει λάβει μια σειρά από σημαντικά μέτρα (ισοζύγιο, έλεγχοι ποιότητας στα σύνορα, δυνατότητα αναγραφής της προέλευσης της πρώτης ύλης, κλπ.) που συμβάλλουν ουσιαστικά στην διαπίστωση της προέλευσης της πρώτης ύλης. Έτσι δίνεται χρόνος στον κλάδο για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που υφίστανται με την προϋπόθεση όμως πως ο χρόνος αυτός αξιοποιείται προς τη σωστή κατεύθυνση.

Οι γειτονικές μας χώρες έχουν ακόμη δρόμο να διανύσουν μέχρι να φτάσουν σε επίπεδο να ανταγωνιστούν ουσιαστικά τους Έλληνες συναδέλφους τους, πλην όμως έχουν πολύ σημαντικές και υψηλότερες από τη δική μας (ιδιαίτερα η Ρουμανία) ποσότητες ποσόστωσης – δηλαδή παραγωγικό δυναμικό – εργάζονται προς αυτή την κατεύθυνση και θα πρέπει να παρακολουθούμε στενά τις εξελίξεις.

Τι κάνουν όμως οι Έλληνες παραγωγοί? Η προσπάθεια των παραγωγών πρέπει να ιδωθεί μέσα από την βούλησή τους να οργανωθούν και την αποτελεσματικότητα των οργανώσεών τους. Με την στήριξη της Διεύθυνσης Ζωικής Παραγωγής του ΥΑΑΤ στο πλαίσιο του Μέτρου 5.1 του Επιχειρησιακού σχεδίου «Αγροτική Ανάπτυξη – Ανασυγκρότηση της Υπαίθρου 2000 – 2006», οι αγελαδοτρόφοι έχουν αναλάβει την εφαρμογή προγραμμάτων ελέγχου των αποδόσεων στις μονάδες τους. Η Ένωση Φυλής Χολστάιν Ελλάδας (ΕΦΧΕ) είναι παράδειγμα οργάνωσης που έχει συσταθεί για τον σκοπό αυτόν και είναι αναγνωρισμένη διεθνώς. Οι παραγωγοί-μέλη της ΕΦΧΕ συμβάλλουν άμεσα οικονομικά στην υλοποίηση του επιχειρησιακού της σχεδίου που με την ολοκλήρωσή του την επόμενη διετία θα περιλαμβάνει όλες τις δραστηριότητες αντίστοιχων οργανώσεων κτηνοτροφικά προηγμένων χωρών. Αξίζει όμως να αναφερθεί το επιχειρησιακό σχέδιο της ΕΦΧΕ ως παράδειγμα για την αμοιβαιότητα των συμφερόντων και την αναγκαιότητα της αρμονικής συνεργασίας όλων των κοινωνικών εταίρων.

Η ολοκλήρωση του επιχειρησιακού της προγράμματος της ΕΦΧΕ περιλαμβάνει τη λειτουργία ενός εργαστηρίου ανάλυσης των συστατικών του γάλακτος, μέτρησης των σωματικών κυττάρων και της ποσότητας του αζώτου της ουρίας του γάλακτος. Το εργαστήριο αυτό, συμπληρωματικά με τα αποτελέσματα του ελέγχου των αποδόσεων, δίνει στον παραγωγό τη δυνατότητα να εφαρμόσει συστήματα επιλογής, διαχείρισης και ιδιαίτερα διατροφής και υγιεινής των αγελάδων προσαρμοσμένα στις ατομικές απαιτήσεις των ζώων (*). Η ολοκλήρωση όμως των επιχειρησιακών δυνατοτήτων του φορέα των αγελαδοτρόφων δεν είναι υπόθεση που αφορά μόνον αυτούς.

Η λειτουργία του εργαστηρίου αφορά άμεσα τις γαλακτοβιομηχανίες και τους άλλους εταίρους στην αλυσίδα παραγωγής, επεξεργασίας και διανομής του γάλακτος. Η τιμολόγηση του γάλακτος με βάση τα αποτελέσματα του εργαστηρίου θα βοηθήσει την άσκηση διαφανέστερης πολιτικής τιμολόγησης από πλευράς των βιομηχανιών και θα αποφεύγονται έγκαιρα προβλήματα που σήμερα ταλαιπωρούν το κλάδο στο σύνολό του. Η γαλακτοβιομηχανία μπορεί να βοηθήσει υιοθετώντας πολιτική τιμολόγησης σε συνεργασία με τους παραγωγούς επί τη βάσει των αποτελεσμάτων και συμβάλλοντας ακόμη και στο κόστος λειτουργίας του εργαστηρίου καθώς θα διαθέτει λεπτομερή αποτελέσματα σε μηνιαία βάση, τα οποία τώρα συλλέγει αποσπασματικά και σε μη κανονική βάση. Το ίδιο ισχύει για όλους τους εταίρους που εμπλέκονται στο σύστημα παροχής υπηρεσιών επί πληρωμή στις μονάδες.

Η λειτουργία όμως του εργαστηρίου αφορά άμεσα και το σύνολο της κοινωνίας επειδή είναι ταυτόχρονα μέσο περιορισμού στο ελάχιστο της επιβάρυνσης του περιβάλλοντος από τα απόβλητα των ζώων. Διαθέτοντας τα αποτελέσματα του εργαστηρίου και ιδιαίτερα ως προς το άζωτο της ουρίας στο γάλα, ο παραγωγός έχει τη δυνατότητα να προσαρμόζει με ακρίβεια τα συστατικά του σιτηρεσίου στις απαιτήσεις των ζώων του διατηρώντας ταυτόχρονα τη γαλακτοπαραγωγή σε υψηλά επίπεδα.

Το σημείο της μείωσης στο ελάχιστο της επιβάρυνσης του περιβάλλοντος από τα απόβλητα των ζώων είναι καίριο θέμα που απασχολεί το ΥΑΑΤ καθώς βρίσκεται στο στάδιο της ολοκλήρωσης ενός πολυνομοσχεδίου για τη κτηνοτροφία με οποίο επιδιώκει να επιλύσει το χρόνιο πρόβλημα της αδειοδότησης και ελέγχου της λειτουργίας των κτηνοτροφικών μονάδων. Επειδή οι κτηνοτροφικές μονάδες και ιδιαίτερα οι αγελαδοτροφικές έχουν πλέον αυξηθεί σε μέγεθος και διαθέτουν την απαραίτητη ποσόστωση και ταυτόχρονα πολλές από αυτές γειτνιάζουν πλέον με κατοικίες και παραγωγικές εγκαταστάσεις που έχουν κατασκευασθεί μέσα σε περιοχές που η χρήση γης είναι αγροτική, η συμβίωση όλων των ενδιαφερομένων μερών είναι δυνατή μόνον εφόσον οι περίοικοι αποδεχθούν τη γειτονία των μονάδων κατανοώντας τη σημασία τους στην παραγωγική ζωή του τόπου και οι κτηνοτροφικές μονάδες εφαρμόσουν σύγχρονη τεχνολογία για τον περιορισμό και τον έλεγχο της όχλησης των ανθρώπων και της επιβάρυνσης του περιβάλλοντος.

Όπως φαίνεται η Ελληνική γαλακτοπαραγωγός αγελαδοτροφία αντιμετωπίζει σημαντικά οργανωτικά και επιχειρησιακά προβλήματα για την επίλυση των οποίων το ΥΑΑΤ καταβάλλει σημαντικές προσπάθειες. Χρειάζονται όμως να ληφθούν σημαντικές συλλογικές αποφάσεις από την πλευρά των παραγωγών, των γαλακτοβιομηχανιών και των αλυσίδων διανομής για την αξιοποίηση των ευκαιριών που παρουσιάζονται. Οι παραγωγοί πρέπει να αναπτύξουν οργανωτικές δομές σύγχρονης συνεταιριστικής μορφής. Αν είναι δύσκολη σε αυτή τη φάση η δημιουργία ενός συνεταιριστικού φορέα επεξεργασίας του γάλακτος είναι απόλυτα δυνατή η στόχευση της δημιουργίας ενός σήματος ποιότητας για το ελληνικό γάλα που θα συνοδεύεται από ολοκληρωμένο σύστημα διαχείρισης των κτηνοτροφικών μονάδων. Η επιδίωξη αυτού του σκοπού είναι απόλυτα συμβατή με το συνεταιριστικό πνεύμα και τις απαιτήσεις της αγοράς. Παράλληλα οι παραγωγοί θα αξιοποιήσουν μέσα από τον συνεταιριστικό φορέα πολύπλευρες δυνατότητες χρηματοδότησης και τις οργανωτικές δομές στήριξης που διαθέτουν οι αγροτικοί συνεταιρισμοί στην Ε.Ε.

Αν τα περιθώρια κέρδους του φρέσκου παστεριωμένου γάλακτος μειώνονται δραστικά η απόφαση για μεσοπρόθεσμη προσαρμογή της επεξεργασίας στη χώρα μας με τη μεταφορά της σε τοπικής εμβέλειας μικρές επιχειρήσεις θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο επιχειρησιακού σχεδιασμού του κλάδου, αν και όπως συνήθως στη χώρα μας η διαδικασία αυτή έχει ήδη αρχίσει άναρχα. Ταυτόχρονα το μεγάλο κεφάλαιο που λέγεται παραγωγή παραδοσιακού ελληνικού γιαουρτιού και σκληρών τυριών με βάση το αγελαδινό γάλα είναι η μεγάλη πρόκληση που θα στηρίξει την Ελληνική γαλακτοπαραγωγό αγελαδοτροφία και τους κοινωνικούς εταίρους ακόμη και στην δύσκολη περίοδο της πιθανολογούμενης κατάργησης των ποσοστώσεων και της απελευθέρωσης της αγοράς μετά τη λήξη του γαλακτοκομικού έτους 2014 – 2015.

Τα ανωτέρω που αναδεικνύουν το πρόβλημα στις περισσότερες πλευρές του, δείχνουν ταυτόχρονα και τον τρόπο αντιμετώπισής του. Συνεργασία και συλλογικές δράσεις όλων των κοινωνικών εταίρων σε όλα τα επίπεδα πριν γίνουμε μάρτυρες της απώλειας ενός ακόμη κλάδου της κτηνοτροφικής παραγωγής της χώρας μας και συζητούμε για εκείνον που θα είναι ο επόμενος.

—————————————————————–

*Επί του παρόντος η ανάλυση των συστατικών του γάλακτος και η μέτρηση των σωματικών κυττάρων για σημαντικό αριθμό μονάδων της ΕΦΧΕ πραγματοποιείται στα εργαστήρια του ΕΛΟΓ που έχουν προσφερθεί ευγενικά για τον σκοπό αυτόν από τη Διοίκησή του.

___________________________________

Φεβρουάριος 2007

ΑΝΔΡΕΑΣ ΓΕΩΡΓΟΥΔΗΣ
Καθηγητής Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Γενικός Γραμματέας Ε.Φ.Χ.Ε.