Η φυλή Χολστάιν κατάγεται από την Ευρώπη. Η κύρια ιστορική εξέλιξή της έλαβε χώρα σε δύο βόρειες περιοχές της σημερινής Ολλανδίας (The Netherlands), τη Βόρεια Ολλανδία (North Holland) και τη Φρισλανδία (Friesland) όπου επιλέγονταν επί αιώνες με στόχο την υψηλή γαλακτοπαραγωγή.
Η εξέλιξη της φυλής συνεχίσθηκε στο Νέο Κόσμο, όπου η πρώτη ασπρόμαυρη αγελάδα αφίχθηκε στη Βοστόνη, περίπου στα 1850, με ένα Ολλανδικό ιστιοφόρο. Ακολούθησαν και άλλες εισαγωγές ζώων από την Ολλανδία αλλά οι παραγωγοί των ΗΠΑ διέκοψαν ήδη από το τέλος του προ-προηγούμενου αιώνα τις μαζικές εισαγωγές, ίδρυσαν Ένωση Παραγωγών με δικό τους γενεαλογικό βιβλίο και επιλέγοντας ζώα με υψηλές αποδόσεις διαμόρφωσαν την δική τους φυλή στην οποία έδωσαν το όνομα Χολστάιν. Σήμερα το όνομα αυτό χρησιμοποιείται σε όλες τις χώρες, παράλληλα όμως χρησιμοποιείται και το όνομα Φρίζιαν ή ασπρόμαυρη (-κόκκινη) φυλή.
Οι αγελάδες Χολστάιν αναγνωρίζονται αμέσως από τον χρωματισμό τους που είναι κυρίως ασπρόμαυρος ενώ υπάρχουν και ζώα ασπροκόκκινα, τα οποία μπορούν να προκύψουν ως απόγονοι ασπρόμαυρων εξαιτίας της παρουσίας και στους δύο γονείς ενός υποτελούς γονιδίου που δίνει αυτόν τον χρωματισμό μόνο σε ομοζύγωτη κατάσταση. Στην Ελλάδα ασπροκόκκινες αγελάδες εκτρέφονται μέσα σε αγέλες με ασπρόμαυρα ζώα ενώ στο εξωτερικό υπάρχουν αγέλες με αποκλειστικά ασπροκόκκινα ζώα, όπου εκτιμώνται για τη μεγαλύτερη γενικά ανθεκτικότητά τους με θυσία όμως των υψηλών αποδόσεων.
Η φυλή Χολστάιν κέρδισε την προτίμηση των παραγωγών για την υψηλή της γαλακτοπαραγωγή που είναι, κατά μέσον όρο, ανώτερη από κάθε άλλη φυλή αγελάδων αλλά με σχετικά μικρότερη περιεκτικότητα του γάλακτός της σε λίπος. Μεταξύ των γαλακτοπαραγωγικών φυλών δίνει επίσης ικανοποιητική απόδοση σε κρέας μόσχων και ενήλικων ζώων.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ένωσης Φυλής Χολστάιν Ελλάδας, οι αγελάδες στη χώρα μας παράγουν κατά μέσον όρο 8.510 χγρ. γάλακτος σε 305 ημέρες. Η περιεκτικότητα σε λίπος, πρωτεΐνη και λακτόζη είναι 3,83%, 3,32% και 4,89% αντίστοιχα και ο μέσος αριθμός σωματικών κυττάρων είναι 396.000. Η ηλικία πρώτου τοκετού είναι 27,6 μήνες (2,3) έτη, η ηλικία απομάκρυνσης 54,6 μήνες (4,6 έτη), ο αριθμός των γαλακτικών περιόδων μέχρι την απομάκρυνση 2,9 έτη, η διάρκεια της παραγωγικής ζωής 27 μήνες (2,3 έτη), το μεσοδιάστημα τοκετών 451 ημέρες και το διάστημα ανοικτών ημερών (από τον τοκετό μέχρι τη σύλληψη) 159 ημέρες. Οι αποδόσεις αυτές είναι απόλυτα συγκρίσιμες με τις αντίστοιχες αποδόσεις κτηνοτροφικά προηγμένων χωρών. Η μέση γαλακτοπαραγωγή του συνολικού πληθυσμού στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι 10.158 χγρ. με 3,64% περιεκτικότητα λίπους και 3,05% πρωτεΐνης ενώ ο αριθμός των γαλακτικών περιόδων μέχρι την απομάκρυνση είναι 2,75.
Είναι η πιο διαδεδομένη φυλή στις ΗΠΑ, τον Καναδά, την Αυστραλία, την Ν. Αμερική και τη Ν. Αφρική και σε πολλές χώρες της Ευρώπης, με συνολικό πληθυσμό πολλών δεκάδων εκατομμυρίων. Στην Ελλάδα η φυλή Χολστάιν αριθμεί συνολικό πληθυσμό 203.000 ζώων από τα οποία 150.000 περίπου είναι αρμεγόμενα ενώ τα υπόλοιπα είναι ζώα αντικατάστασης. Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία του Ελληνικού Οργανισμού Γάλακτος (2/2009) υπάρχουν 5.630 αγελαδοτροφικές εκμεταλλεύσεις οι οποίες παρέδωσαν 716.000 τόνους γάλακτος περίπου. Τόσο ο αριθμός των μονάδων όσο και η ποσότητα του παραγόμενου γάλακτος παρουσιάζουν πτωτικές τάσεις.
Η φυλή Χολστάιν έχει εισαχθεί στην Ελλάδα ήδη από τη δεκαετία των ‘50, σε μικρούς αριθμούς επειδή τότε δινόταν βάρος σε φυλές μικτών αποδόσεων με γαλακτοπαραγωγική και κρεοπαραγωγική κατεύθυνση, όπως η Σβιτς (Schwyz) και η Σίμενταλ (Simmental). Οι αγελάδες Χολστάιν άρχισαν να διαδίδονται με ταχύ ρυθμό, όταν κατά το τέλος της δεκαετίας του ’70 και στις αρχές της δεκαετίας του ‘80, εγκαταστάθηκαν αγελαδοτροφικές μονάδες κοντά στα μεγάλα αστικά κέντρα για τη κάλυψη των αναγκών του πληθυσμού σε γάλα. Τότε έγινε φανερή η υπεροχή της αγελάδας Χολστάιν απέναντι στις άλλες φυλές ως προς τη γαλακτοπαραγωγή της.
Το σπέρμα που χρησιμοποιείται για τη γονιμοποίηση των αγελάδων προέρχεται από ταύρους που έχουν ελεγχθεί απογονικά και εισάγεται από πολλές κτηνοτροφικά προηγμένες χώρες του κόσμου. Τα παράγωγα γεννιούνται και μεγαλώνουν στη χώρα μας, επειδή όμως η διάρκεια παραγωγικής ζωής των αγελάδων είναι σύντομη, γίνονται συνεχώς εισαγωγές και έτσι δεν έγινε δυνατό ως τώρα να δημιουργηθεί ένας εγχώριος τύπος της φυλής.
Η επιτυχημένη μακροχρόνια επιλογή στη φυλή με στόχο την υψηλή γαλακτοπαραγωγή μείωσε τη διαθέσιμη γενετική βάση, με συνέπεια την αύξηση της συγγένειας στον παγκόσμιο πληθυσμό και της πιθανότητας οι ταύροι και οι αγελάδες που συζευγνύονται να έχουν υψηλό βαθμό συγγένειας μεταξύ τους. Σε ορισμένες χώρες ο μέσος βαθμός αιμομιξίας αυξάνει με ετήσιο ρυθμό 0,1% πλησιάζοντας το 5,5%, ενώ επιστημονικά θεωρείται πως το ανώτερο αποδεκτό ποσοστό για τη γαλακτοπαραγωγή είναι το 6,25%. Το γενεαλογικό δένδρο πολλών ταύρων υψηλής γενετικής αξίας που διατίθενται στη διεθνή αγορά έχει ως βάση έναν πολύ περιορισμένο αριθμό διάσημων γονέων που είχαν χρησιμοποιηθεί σε πολύ μεγάλη έκταση στο παρελθόν, με αποτέλεσμα ο βαθμός αιμομιξίας τους να υπερβαίνει σε πολλές περιπτώσεις το 15%. Αυτοί οι αριθμοί σημαίνουν πως είναι πολύ εύκολο εφόσον ο Έλληνας παραγωγός δεν οργανώνει πολύ προσεκτικά την επιλογή των ταύρων που χρησιμοποιεί, να γεννιούνται στη μονάδα του απόγονοι με υψηλό ποσοστό αιμομιξίας ίσως και υψηλότερο από το όριο του 6,25%.
Οι συνέπειες από την αύξηση της αιμομιξίας είναι σοβαρές. Εκτός από τη γενική κατάπτωση της ευρωστίας και τη μείωση της ανθεκτικότητας των ζώων στις ασθένειες, ορατή είναι η μείωση της γονιμότητας και η αύξηση των μαστίτιδων και των προβλημάτων στα πόδια των ζώων. Τα φαινόμενα αυτά παρατηρούνται ήδη και στον πληθυσμό που εκτρέφεται στη χώρα μας, χρειάζεται όμως προσοχή στην ερμηνεία τους επειδή η εκδήλωσή τους εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό και από πολλούς άλλους παράγοντες που σχετίζονται με τη διαχείριση των μονάδων. Σε κάθε περίπτωση οι οικονομικές συνέπειες για τον παραγωγό είναι σοβαρές καθώς έχει λιγότερα μοσχάρια και μειωμένη διάρκεια παραγωγικής ζωής των αγελάδων του.
Το μέλλον εξαρτάται από τη συστηματική βελτιωτική προσπάθεια που θα καταβληθεί για αυτή την παγκόσμια φυλή. Καθώς η κατανάλωση στρέφεται σε αγελάδες με υψηλή περιεκτικότητα στερεών συστατικών και πιο ανθεκτικά ζώα ο συνδυασμός αυτών των χαρακτηριστικών με τα πλεονεκτήματα της φυλής δείχνει το δρόμο που θα πρέπει να ακολουθήσει στο μέλλον, αν θέλει να διατηρήσει την κυρίαρχη θέση της. Η προσπάθεια αυτή στην Ελλάδα πραγματοποιείται από την Ένωση Φυλής Χολστάιν Ελλάδας.